ἐξαμαρτόντ'

ἐξαμαρτόντ'
ἐξαμαρτόντα , ἐξαμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor part act neut nom/voc/acc pl
ἐξαμαρτόντα , ἐξαμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor part act masc acc sg
ἐξαμαρτόντι , ἐξαμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor part act masc/neut dat sg
ἐξαμαρτόντε , ἐξαμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor part act masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”